εξουθένωση

εξουθένωση
η (AM ἐξουθένωσις)
1. περιφρόνηση, εξευτελισμός
2. εκμηδένιση, αφανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξουθένωση — η 1. εκμηδένιση, κονιορτοποίηση, εξόντωση. 2. εξευτελισμός, καταρράκωση, καταφρόνεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουδένωσις — οὐδένωσις, ἡ (Α) [ουδενώ] εκμηδενισμός, εξουθένωση …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

  • αποκτήνωση — η η μεταβολή κάποιου σε κτήνος, ψυχική εξουθένωση: Οι στερήσεις κι οι κακουχίες μπορεί να οδηγήσουν στην αποκτήνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμηδένιση — η 1. εξαφανισμός, εξουθένωση. 2. η μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουθένωμα — το, ατος 1. πρόσωπο ή πράγμα που έπαθε εξουθένωση (βλ. λ., 1). 2. αντικείμενο περιφρόνησης, ό,τι είναι αποξενωμένο από τιμή και υπόληψη: Εξουθένωμα της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”